- μετρουμένου
- μετρέωmeasurepres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… … Dictionary of Greek
ογκόμετρο — το φυσ. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τού όγκου διαφόρων σωμάτων, καθώς και για την εύρεση τής πυκνότητας και τού ειδικού βάρους τών στερεών, χωρίς να απαιτείται η βύθιση τού μετρούμενου σώματος σε ένα υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.… … Dictionary of Greek
χρονοδιάγραμμα — το, Ν 1. γραφική παράσταση τής οποίας ο άξονας τεταγμένων υποδιαιρείται σε κλάσματα χρόνου, έτσι ώστε οι διακυμάνσεις τού μετρούμενου στον άξονα τών τετμημένων μεγέθους να απεικονίζονται κατά τη σειρά τής χρονικής τους διαδοχής 2. (γενικά)… … Dictionary of Greek
εγγραφής, συσκευές ή εγγραφείς — Συσκευές ικανές να απεικονίσουν πάνω σε χάρτινη ταινία ένα φυσικό μέγεθος που έχει μετρηθεί από αυτές. Για τον σκοπό αυτό διαθέτουν γραφίδα που χαράσσει μία γραμμή, η οποία αναπαριστά την πορεία του μετρούμενου μεγέθους σε συνάρτηση με τον χρόνο … Dictionary of Greek